Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χθισδός — ή, όν, Α βλ. χθιζός … Dictionary of Greek
χθιζός — και χθισδός, ή, όν, Α 1. χθεσινός («ἦλθε ποτε χθιζῆς μέθης ἀποπνέων», Πλούτ.) 2. (το ουδ. στον εν. και στον πληθ. χωρίς άρθρ. ως επίρρ.) χθιζόν και χθιζά χθες. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. χθιζά] … Dictionary of Greek